συγγραφοδιαθήκη

συγγραφοδιαθήκη
συγγρᾰφοδιαθήκη, ,
A contract with marriage settlement, BGU252.1 (i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συγγραφοδιαθήκη — ἡ, Α συμβόλαιο που ρύθμιζε θέματα γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «συμβόλαιο» + διαθήκη «συνθήκη, σύμβαση»] …   Dictionary of Greek

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”